παραφωτισμός

παραφωτισμός
ὁ, Α
ψεύτικος, νόθος, ατελής, αμυδρός φωτισμός, όπως είναι ο φωτισμός τού Ηλίου μετά τη δύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + φωτίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραφωτισμοῦ — παραφωτισμός false light masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”